επικαλώ

επικαλώ
(ε) (αόρ. επεκάλεσα) μετ. давать прозвище; именовать;

επικαλούμαι

1) — быть прозванным; — получать прозвище;

2) взывать, апеллировать; призывать;

επικαλούμαι τη βοήθεια — взывать о помощи; — призывать на помощь;

επικαλούμαι την κοινή γνώμη — апеллировать к общественному мнению;

3) ссылаться (на кого-что-л.);

επικαλούμαι τη μαρτυρία — ссылаться на свидетельские показания;

επικαλούμαι την δείνα διάταξιν τού νόμου — ссылаться на какое-то положение .закона


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επικαλώ" в других словарях:

  • επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαλῶ — ἐπικαλέω summon pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικαλέω summon pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπικαλέω summon fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπικαλέω summon pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικαλέω summon pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίκλητος — (Α ἀνεπίκλητος, ον) αρχ. μη ψεγόμενος, μη κατηγορούμενος για κάτι, ανεπίληπτος, άμεμπτος νεοελλ. ακάλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίκλητος (< επικαλώ «κατηγορώ») «αυτός που καλείται μπροστά στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος». Το νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • επίκλημα — ἐπίκλημα, τὸ (Α) [επικαλώ] 1. κατηγορία, μομφή 2. επίκληση, υπενθύμιση προσωπικών υπηρεσιών για απαλλαγή από τιμωρία («παρ’ οὐδὲν αὑταῑς ἧν ἃν ὀλλύναι πόσεις ἐπίκλημ’ ἐχούσαις ὅ,τι τύχῃ», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • επίκληση — η (AM ἐπίκλησις) [επικαλώ] έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση τού ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.) μσν. κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά τού ονόματος τού προσώπου που τιμάται αρχ. 1. παρατσούκλι …   Dictionary of Greek

  • επίκλητος — η, ο (Α ἐπίκλητος, ον) [επικαλώ] νεοελλ. αυτός που τόν επικαλέστηκε κάποιος για βοήθεια αρχ. 1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό 2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • συνεπικαλούμαι — έομαι, Α επικαλούμαι μαζί με άλλον, αποκαλώ ή προσκαλώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικαλῶ, οῦμαι «προσκαλώ, αποκαλώ, κατηγορώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»